-άρης

-άρης
κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. -άριος (-άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε -arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους αντίστοιχα ονόματα με κατάλ. -άριος, η οποία με την πάροδο του χρόνου επεκτάθηκε αναλογικά και σε λέξεις που δεν είχαν λατινική προέλευση -πρβλ. σακελλάριος (< λατ. sacellarius), τιτουλάριος (< λατ. titularius) και κατ' αναλογία αποθηκάριος, αποκρισάριος, σπαθάριος, σχολάριος. Στους μεταγενέστερους όμως χρόνους η κατάλ. -άριος απλοποιείται σε -άρις, με τη συγκοπή του -ο- (πρβλ. διφθεράρις, δοχειάρις, κελλάρις, περαματάρις «πορθμέας»), για να πάρει τελικά τη μορφή -άρης κατά τα πρωτόκλιτά
πρβλ. κανακάρης, φούρναρης, κ.λπ. Η κατάλ. -άρης χρησιμοποιείται για να δηλώσει:
1. επάγγελμα ή ασχολία (του θηλ. σχημ. σε -άρισσα), πρβλ. γελαδάρης, βαρκάρης, φουρνάρης, κελλάρης «αποθηκάριος», περιβολάρης, λυράρης
2. νοσηματική πάθηση (του θηλ. σχημ. σε -άρα), πρβλ. χτικιάρης «φυματικός», αρρωστιάρης «φιλάσθενος», μαραζάρης κ.λπ.
3. ψυχική ιδιότητα, συνήθως ελάττωμα, πρβλ. κατεργάρης, πεισματάρης, ανακατωσάρης «ραδιούργος», ψυχικάρης «φιλεύσπλαγχνος»
4. ηλικία, πρβλ. πενηντάρης, σαραντάρης, τριαντάρης
5. κατάσταση, πρβλ. κανακάρης «μονογενής», νοικάρης (θηλ. -άρισσα). Τέλος με την κατάλ. -άρης (< -άρις) σχηματίστηκαν και ονόματα -επώνυμα από κύρια παροξύτονα ονόματα, που διατήρησαν όμως τον τόνο του πρωτοτύπου
πρβλ. Γιάννης-Γιάνναρης, Γιόκας-Γιόκαρης, Λάζος-Λάζαρης, Μπότσης -Μπότσαρης κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἄρης — the god of destruction masc nom sg Ἄρης the god of destruction masc nom sg (epic) Ἄρις fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρης — the god of destruction masc nom sg Ἄρης the god of destruction masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

  • Άρης Θεσσαλονίκης — Αθλητικός σύλλογος που δημιουργήθηκε το 1914 στη συμπρωτεύουσα, δύο χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος και στις παραμονές κήρυξης του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Η ομάδα δημιουργήθηκε από έναν πυρήνα ποδοσφαιριστών στην περίφημη Καμάρα …   Dictionary of Greek

  • Ἀρῆς — Ἀρεύς masc nom pl Ἀρεύς masc nom/voc pl Ἀρή fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρῆς — ἀ̱ρῆς , ἀείρω attach fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρά prayer fem gen sg (epic ionic) ἀράζω snarl fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρή prayer fem gen sg (epic ionic) αἴρω attach fut ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρῃς — ἄ̱ρῃς , αἴρω attach aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιχασ(ι)άρης — α, ικο, Ν αυτός που σιχαίνεται εύκολα ή σε υπερβολικό βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιχασ(ι)ά + κατάλ. άρης (πρβλ. ζαβολι άρης)] …   Dictionary of Greek

  • Βελουχιώτης, Άρης — (Λαμία 1905 – 1945).Ψευδώνυμο του Θανάση Κλάρα, ενός από τους βασικούς πρωτεργάτες της Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής. Γεννήθηκε στη Λαμία και σπούδασε στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή της Λάρισας. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και άλλαξε στη… …   Dictionary of Greek

  • καγκελ(λ)άρης — ο (Μ καγκελ[λ]άρης) καγκελάριος· [ΕΤΥΜΟΛ. < καγκελάριος (πρβλ. Αντώνιος > Αντώνης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”